Skip to content Skip to sidebar Skip to footer

Πως λειτουργεί η εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή

Η κληρονομική διαδοχή αποτελεί θεμελιώδη πτυχή του αστικού δικαίου, καθώς ρυθμίζει τη μεταβίβαση της περιουσίας ενός προσώπου μετά τον θάνατό του στους νόμιμους ή εκ διαθήκης δικαιούχους του. Το ελληνικό δίκαιο προβλέπει δύο βασικούς τρόπους διαδοχής: εκ διαθήκης και εξ αδιαθέτου. Η τελευταία ενεργοποιείται όταν ο κληρονομούμενος δεν έχει συντάξει έγκυρη διαθήκη ή όταν η διαθήκη του δεν καλύπτει το σύνολο της περιουσίας του.

Η εξ αδιαθέτου διαδοχή στηρίζεται σε ένα σύστημα ιεραρχικής προτεραιότητας συγγενών, το οποίο αντικατοπτρίζει την πρόθεση του νομοθέτη να διασφαλίσει τη μετάβαση της κληρονομιάς στους πλησιέστερους συγγενείς του θανόντος. Το σύστημα αυτό, πέρα από την ικανοποίηση ηθικών και κοινωνικών αξιών, εξυπηρετεί και την ασφάλεια των συναλλαγών, καθώς παρέχει σαφείς κανόνες για τον προσδιορισμό των κληρονόμων και των αντίστοιχων μεριδίων τους.

Στο παρόν άρθρο θα αναλυθεί το θεσμικό πλαίσιο της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, οι τάξεις των συγγενών που καλούνται στην κληρονομιά, η θέση του επιζώντος συζύγου, καθώς και τα βασικά πρακτικά ζητήματα που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή του θεσμού στην πράξη.

Πίνακας Περιεχομένων

Νομικό Πλαίσιο της Εξ Αδιαθέτου Κληρονομικής Διαδοχής – Οι κληρονομικές τάξεις

Η εξ αδιαθέτου διαδοχή ρυθμίζεται στο ελληνικό δίκαιο με σαφή και συστηματικό τρόπο στα άρθρα 1813 έως 1824 του Αστικού Κώδικα. Ο θεσμός στηρίζεται στην αρχή της συγγενικής εγγύτητας, με σκοπό τη μεταβίβαση της περιουσίας του κληρονομουμένου στους πλησιέστερους συγγενείς του, κατά προκαθορισμένη τάξη προτεραιότητας.

Η διαδοχή ακολουθεί την αρχή των τάξεων, κατά την οποία κάθε μεταγενέστερη τάξη καλείται μόνο εφόσον δεν υπάρχει κανείς από τους συγγενείς της προηγούμενης. Συγκεκριμένα:

Πρώτη Τάξη (Άρθρο 1813)

Στην πρώτη τάξη καλούνται οι κατιόντες του κληρονομουμένου, δηλαδή τα τέκνα του και, αν αυτά έχουν αποβιώσει, τα εγγόνια του, τα οποία διαδέχονται κατά ρίζες. Τα τέκνα κληρονομούν εξίσου (κατ’ ισομοιρία), ενώ αν κάποιο έχει προαποβιώσει, το μερίδιό του περνά στους κατιόντες του.

Δεύτερη Τάξη (Άρθρα 1814–1815)

Σε περίπτωση έλλειψης κατιόντων, κληρονομούν οι γονείς, οι αδελφοί, καθώς και τα τέκνα και εγγόνια προαποβιωσάντων αδελφών. Η διαδοχή είναι μικτή: οι γονείς και οι αδελφοί κληρονομούν κατ’ ισομοιρία, ενώ οι κατιόντες των αδελφών διαδέχονται κατά ρίζες. Οι ετεροθαλείς αδελφοί λαμβάνουν τη μισή μερίδα σε σύγκριση με τους αμφιθαλείς (Άρθρο 1815).

Τρίτη Τάξη (Άρθρο 1816)

Αν δεν υπάρχουν συγγενείς των δύο πρώτων τάξεων, κληρονομούν οι παππούδες και γιαγιάδες του κληρονομουμένου, καθώς και οι κατιόντες τους (θείοι, εξαδέλφια). Η κληρονομική διαδοχή γίνεται αρχικά στους παππούδες/γιαγιάδες κατ’ ισομοιρία, με υποκατάσταση από τα τέκνα και εγγόνια τους, όπου χρειάζεται, και με προτεραιότητα στα τέκνα.

Τέταρτη Τάξη (Άρθρο 1817)

Σε έλλειψη συγγενών των προηγούμενων τάξεων, καλούνται οι προπαππούδες και προγιαγιάδες, ανεξαρτήτως γραμμής, οι οποίοι κληρονομούν κατ’ ισομοιρία.

Πέμπτη Τάξη (Άρθρο 1821)

Αν δεν υπάρχει κανένας συγγενής των πρώτων τεσσάρων τάξεων, ο επιζών σύζυγος καλείται ως μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος στο σύνολο της κληρονομίας.

Έκτη Τάξη (Άρθρο 1824)

Εάν δεν υπάρχουν ούτε συγγενείς ούτε σύζυγος, το Δημόσιο καλείται ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος.

Ειδικές Ρυθμίσεις

Ορισμένα επιμέρους ζητήματα της εξ αδιαθέτου διαδοχής ρυθμίζονται με ειδικές διατάξεις, προκειμένου να καλυφθούν πιο σύνθετες περιπτώσεις. Καταρχάς, όταν ένας κληρονόμος έχει συγγενική σχέση με τον κληρονομούμενο από περισσότερες πλευρές – για παράδειγμα, αν ένα πρόσωπο είναι ανιψιός τόσο από την πατρική όσο και από τη μητρική γραμμή – τότε δικαιούται να λάβει ξεχωριστά το μερίδιο που του αναλογεί από κάθε συγγενική ρίζα. Κάθε τέτοια μερίδα θεωρείται ανεξάρτητη, τόσο ως προς τα δικαιώματα όσο και ως προς τις υποχρεώσεις που μπορεί να επιφέρει (π.χ. βαρύσεις ή κληροδοσίες).

Επιπλέον, ισχύει η θεμελιώδης αρχή της προτεραιότητας των τάξεων: αν υπάρχει έστω και ένας συγγενής που ανήκει σε ανώτερη τάξη, όλοι οι συγγενείς των επόμενων τάξεων αποκλείονται πλήρως από την κληρονομία. Έτσι διασφαλίζεται ότι η περιουσία θα παραμείνει στους στενότερους συγγενείς.

Τέλος, αν κάποιος εξ αδιαθέτου κληρονόμος εκπέσει από την κληρονομία – είτε λόγω νομικού κωλύματος είτε για κάποιον άλλο προβλεπόμενο λόγο – τότε το μερίδιό του δεν χάνεται, αλλά προστίθεται στη μερίδα των λοιπών συγγενών που καλούνται στην ίδια τάξη. Το πρόσθετο αυτό ποσοστό που αποκτούν θεωρείται και αυτό ξεχωριστή μερίδα, ιδιαίτερα όσον αφορά τις υποχρεώσεις που τυχόν συνεπάγεται (π.χ. βαρύνσεις ή συνεισφορά σε άλλους κληρονόμους ή δικαιούχους).

Ας δούμε μερικά παραδείγματα για το πως λειτουργεί η κληρονομική διαδοχή:

Σχετικά Παραδείγματα

Παράδειγμα 1

Ο Μανώλης απεβίωσε και άφησε δύο παιδιά, τη Μαρία και τον Γιάννη. Η περιουσία του μοιράζεται εξίσου:

  • Μαρία → ½
  • Γιάννης → ½

Αν ο Γιάννης είχε προαποβιώσει, αλλά είχε ένα παιδί (τον Πέτρο), τότε:

Ο Πέτρος υποκαθιστά τον πατέρα του και παίρνει το μερίδιό του:

  • Μαρία → ½
  • Πέτρος → ½

Στο παράδειγμα αυτό ο Πέτρος δεν γίνεται κληρονόμος μέχρι να αποποιηθεί ή αποβιώσει ο πατέρας του. Αν υπάρχουν δε άλλοι συγγενείς, τότε αυτοί δεν γίνονται κληρονόμοι αν δεν αποποιηθούν ή έχουν προαποβιώσει τα παιδιά και τα τέκνα του Μανώλη.

Παράδειγμα 2

Η Κατερίνα πεθαίνει χωρίς να έχει αφήσει διαθήκη. Δεν είχε παιδιά, αλλά ζει ο σύζυγός της, ο Ανδρέας. Επίσης ζει ο αδελφός της (ο Μιχάλης), ενώ οι γονείς της έχουν πεθάνει. Ο Μιχάλης έχει δύο παιδιά.

Ποιοι καλούνται στην κληρονομιά;

  • Ο επιζών σύζυγος (Ανδρέας)
  • Ο αδελφός της (Μιχάλης) – δεύτερη τάξη

Η διαδοχή γίνεται μεταξύ συζύγου και δεύτερης τάξης.

Πώς κατανέμεται η κληρονομιά;

Σύμφωνα με τον νόμο:

  • Ο σύζυγος λαμβάνει το ½ της κληρονομιάς
  • Το υπόλοιπο ½ μοιράζεται στους συγγενείς της δεύτερης τάξης (στην προκειμένη περίπτωση, εξολοκλήρου στον αδελφό Μιχάλη)

Τελική κατανομή:

  • Ανδρέας (σύζυγος) → ½
  • Μιχάλης (αδελφός) → ½

Αν ο Μιχάλης είχε αποβιώσει, τότε στη θέση του υποκαθίστανται τα παιδιά του (ανίψια της Κατερίνας), τα οποία μοιράζονται εξίσου το ½:

  • Ανδρέας (σύζυγος) → ½
  • Παιδί 1 → ¼
  • Παιδί 2 → ¼

Παράδειγμα 3

Η Ελένη πεθαίνει χωρίς παιδιά, αλλά ζουν οι γονείς της (Αντώνης και Κατερίνα), ενώ ο αδελφός της, ο Νίκος, είχε πεθάνει χωρίς να αφήσει παιδιά.

Η διανομή γίνεται ως εξής:

  • Αντώνης (πατέρας) → ⅓
  • Κατερίνα (μητέρα) → ⅓
  • Το μερίδιο που θα έπαιρνε ο Νίκος δεν μεταβιβάζεται σε άλλον (αφού δεν είχε δικούς του κατιόντες). Το μερίδιο αυτό προσαυξάνεται στους υπόλοιπους.

Τελική κατανομή:

  • Αντώνης → ½
  • Κατερίνα → ½

Ο ρόλος του επιζώντος συζύγου στην εξ αδιαθέτου διαδοχή

Ο επιζών σύζυγος καταλαμβάνει ιδιάζουσα θέση στο πλαίσιο της εξ αδιαθέτου διαδοχής, καθώς δεν συγκαταλέγεται στις τέσσερις πρώτες συγγενικές τάξεις, αλλά καλείται να κληρονομήσει παράλληλα με αυτές, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις και ποσοστά. Το νομικό καθεστώς που διέπει τον επιζώντα σύζυγο αποτυπώνεται κυρίως στα άρθρα 1820 έως 1822 του Αστικού Κώδικα.

Συγκεκριμένα, όταν ο επιζών σύζυγος συντρέχει με συγγενείς της πρώτης τάξης, δηλαδή με τα τέκνα του κληρονομουμένου (ή με τα εγγόνια τους σε περίπτωση που τα τέκνα έχουν αποβιώσει), δικαιούται το ¼ της κληρονομικής μερίδας, ενώ τα υπόλοιπα ¾ κατανέμονται στα τέκνα κατ’ ισομοιρία. Αν δεν υπάρχουν κατιόντες, αλλά υφίστανται συγγενείς μεταγενέστερων τάξεων (δεύτερης, τρίτης ή τέταρτης), ο σύζυγος κληρονομεί το ½ της κληρονομίας, ενώ το υπόλοιπο κατανέμεται στους συγγενείς της αντίστοιχης τάξης.

Ανεξάρτητα από την ύπαρξη συγγενών, ο επιζών σύζυγος δικαιούται να λάβει ως εξαίρετο τα κινητά πράγματα που χρησιμοποιούνταν στην κοινή οικογενειακή ζωή, όπως έπιπλα, σκεύη, ενδύματα και λοιπά οικιακά αντικείμενα. Η παραχώρηση του εξαίρετου αποσκοπεί στην προστασία της οικογενειακής εστίας και στη διατήρηση της συνέχειας της καθημερινής ζωής του επιζώντος. Εφόσον όμως υπάρχουν τέκνα, το δικαίωμα αυτό υπόκειται σε περιορισμούς, αν οι ανάγκες των τέκνων, λόγω ειδικών περιστάσεων, το απαιτούν για λόγους επιείκειας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το κληρονομικό δικαίωμα του επιζώντος συζύγου μπορεί να αποκλειστεί, αν κατά τον χρόνο θανάτου ο κληρονομούμενος είχε ήδη ασκήσει αγωγή διαζυγίου για βάσιμο λόγο. Σε αυτήν την περίπτωση, και εφόσον συντρέχουν οι νομικές προϋποθέσεις, θεωρείται ότι ο δεσμός του γάμου είχε ουσιαστικά λυθεί, γεγονός που αίρει το κληρονομικό δικαίωμα του συζύγου, καθώς και το δικαίωμά του στο εξαίρετο.

Η ρύθμιση αυτή αποτυπώνει την ισορροπία που επιχειρεί ο νομοθέτης ανάμεσα στην προστασία του θεσμού της συζυγικής κοινότητας και στην ανάγκη αποτροπής κατάχρησης του κληρονομικού δικαιώματος σε περιπτώσεις ουσιαστικής διάρρηξης της έγγαμης συμβίωσης.

Διαφορά με τη Διαδοχή από Διαθήκη

Η εξ αδιαθέτου διαδοχή διαφέρει ουσιωδώς από τη διαδοχή εκ διαθήκης, τόσο ως προς την πηγή της κληρονομικής μεταβίβασης όσο και ως προς τον τρόπο καθορισμού των κληρονόμων και των μεριδίων τους.

Καταρχάς, στη διαδοχή εκ διαθήκης η βούληση του κληρονομουμένου εκφράζεται ρητά μέσα από έγκυρη διαθήκη, με την οποία ορίζει ποιοι θα κληρονομήσουν την περιουσία του και σε ποιο ποσοστό. Η διαθήκη αποτελεί πράξη ελευθερίας και προσωπικής βούλησης του διαθέτη, και υπερισχύει της εξ αδιαθέτου διαδοχής. Ο διαθέτης μπορεί να καλέσει ως κληρονόμους φυσικά ή νομικά πρόσωπα, συγγενείς ή μη, καθώς και να επιβάλει όρους ή βαρύσεις στους κληρονόμους του.

Αντιθέτως, η εξ αδιαθέτου διαδοχή εφαρμόζεται μόνο εφόσον δεν υπάρχει διαθήκη ή εάν η υπάρχουσα είναι άκυρη ή δεν περιλαμβάνει το σύνολο της περιουσίας (μερική διαδοχή). Σε αυτήν την περίπτωση, ο νόμος καθορίζει αυστηρά ποιοι συγγενείς καλούνται στην κληρονομιά, βάσει των τάξεων και της μεταξύ τους συγγενικής εγγύτητας με τον θανόντα.

Επιπλέον, η εξ αδιαθέτου διαδοχή χαρακτηρίζεται από προκαθορισμένα ποσοστά και αντικειμενικά κριτήρια, χωρίς περιθώρια τροποποίησης από τον κληρονομούμενο. Αντιθέτως, στη διαθήκη ο διαθέτης έχει την ευχέρεια να προσαρμόσει τη μεταβίβαση της περιουσίας του στις ιδιαίτερες συνθήκες ή επιθυμίες του.

Ωστόσο, ακόμη και στη διαδοχή εκ διαθήκης, η ελευθερία του διαθέτη περιορίζεται από τους αναγκαίους κληρονόμους, δηλαδή πρόσωπα (όπως τα τέκνα ή ο σύζυγος) που, ακόμη και αν παραλειφθούν ή αποκλειστούν από τη διαθήκη, δικαιούνται τη νόμιμη μοίρα τους. Έτσι, η εξ αδιαθέτου διαδοχή λειτουργεί έμμεσα και ως εγγύηση υπέρ των προστατευόμενων προσώπων, ακόμη και σε περιπτώσεις διαθήκης.

Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν υφίσταται σύγκρουση μεταξύ των δύο μορφών διαδοχής· η διαδοχή εξ αδιαθέτου λειτουργεί επικουρικά, δηλαδή μόνο όταν δεν έχει ασκηθεί το δικαίωμα του διαθέτη μέσω διαθήκης ή όταν αυτό δεν καλύπτει πλήρως την περιουσία.

Αποποίηση κληρονομιάς και εξ αδιαθέτου διαδοχή

Αν και η εξ αδιαθέτου διαδοχή λειτουργεί αυτοδίκαια, ο καλούμενος κληρονόμος έχει το δικαίωμα να αρνηθεί την κληρονομία μέσω της διαδικασίας της αποποίησης. Η αποποίηση είναι μια δηλωτική πράξη που πρέπει να γίνει ρητά και εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από τη γνώση της επαγωγής και του λόγου κληρονόμησης. Αν δεν γίνει εγκαίρως, τεκμαίρεται αποδοχή. Η αποποίηση είναι συχνή σε περιπτώσεις χρεωμένων ή προβληματικών κληρονομιών, ώστε να αποφευχθεί η επιβάρυνση με υποχρεώσεις του θανόντος.

Η αποποίηση γίνεται αυτοπροσώπως στην γραμματεία του αρμόδιου Πρωτοδικείου ή με ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο αν ο κληρονόμος δεν μπορει να πάει ο ίδιος. Για κάποιες κατηγορίες κληρονόμων (πχ ανήλικοι) απαιτείται ειδική άδεια από το δικαστήριο για να γίνει αποποίηση.

Πώς γίνεται η αποδοχή της κληρονομιάς

Αν η παραπάνω προθεσμία παρέλθει άπρακτη ή ο κληρονόμος εμπλακεί ενεργά με την κληρονομιά τεκμαίρεται ότι έχει γίνει αποδοχή της. Ο κανόνας είναι πως η κληρονομιαία περιουσία συγχωνεύεται με την περιουσία του κληρονόμου. Ο τελευταίος δηλαδή ευθύνεται και για τα χρέη της κληρονομιάς με την δική του περιουσία. Σε κάποιες περιπτώσεις (πχ ανήλικοι κληρονόμοι) η αποδοχή γίνεται με το λεγόμενο ευεργέτημα της απογραφής. Στις περιπτώσεις αυτές ο κληρονόμος δεν ευθύνεται για τα πιθανά χρέη της κληρονομιάς με την προσωπική του περιουσία.

Τι ενέργειες μπορούν να γίνουν μόλις κάποιος καταστεί οριστικά κληρονόμος;

Μόλις κάποιος καταστεί οριστικά κληρονόμος, πρώτο μέλημα θα πρέπει να είναι η τακτοποίηση των εκκρεμοτήτων της κληρονομιάς. Η πρώτη που πρέπει να τακτοποιηθεί είναι η υποβολή δήλωσης φόρου κληρονομιάς λόγω της προθεσμίας της (9 μήνες από τον θάνατο στην περίπτωση της εξ αδιαθέτου διαδοχής ή την δημοσίευση της διαθήκης για κατοίκους εσωτερικού).

Εν συνεχεία αν υπάρχουν περιουσιακά στοιχεία που πρέπει να αναζητηθούν σε πιστωτικά ιδρύματα είναι πολύ συνηθισμένη διαδικασία η έκδοση κληρονομητηρίου καθώς οι Τράπεζες το απαιτούν.

Αν υπάρχουν ακίνητα θα πρέπει η κληρονομική διαδοχή να δηλωθεί στο Κτηματολόγιο. Αν και υπάρχουν αρκετοί τρόποι ο συνηθέστερος είναι μέσω συμβολαιογραφικής πράξης αποδοχής κληρονομιάς. Ο κυριότερος λόγος είναι πως αφενός περιλαμβάνει πλήρη και αναλυτική περιγραφή της κατάστασης του ακινήτου όσο και του ιστορικού ιδιοκτησίας του. Αυτό συμβάλει στην ύπαρξη μίας συνεχούς και αδιάσπαστης αλληλουχίας τίτλων ώστε στο μέλλον να μην δημιουργηθούν προβλήματα σε τυχόν μεταβιβάσεις και άλλες ενέργειες που αφορούν το ακίνητο. Είναι δηλαδή ο πιο “νοικοκυρεμένος” τίτλος ιδιοκτησίας για έναν κληρονόμο.

Τέλος δεν είναι απίθανο να υπάρχουν διενέξεις μεταξύ των κληρονόμων ως προς τη διανομή της κληρονομιαίας περιουσίας. Ο νόμος προβλέπει μία σειρά από ένδικα βοηθήματα (πχ αγωγή περί κλήρου) ωστόσο πρόκειται για ένα τεράστιο ζήτημα το οποίο εκφεύγει της παρούσας ανάλυσης, το οποίο και θα εξετάσουμε μελλοντικά.

Συμπερασματικά:

Η εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή αποτελεί βασικό θεσμό του ελληνικού δικαίου, λειτουργώντας ως μηχανισμός εξισορρόπησης σε περιπτώσεις όπου απουσιάζει έγκυρη ή πλήρης διαθήκη. Το νομοθετικό πλαίσιο, μέσω της ιεραρχικής διάρθρωσης των τάξεων συγγενών και της ειδικής ρύθμισης για τον επιζώντα σύζυγο, αποσκοπεί στην απονομή της κληρονομίας κατά τρόπο που αντανακλά τη φυσική και κοινωνική εγγύτητα προς τον θανόντα.

Παράλληλα, η δυνατότητα αποποίησης ή αποδοχής (με ή χωρίς το ευεργέτημα της απογραφής), σε συνδυασμό με την έκδοση κληρονομητηρίου, προσφέρει στους κληρονόμους τα αναγκαία νομικά εργαλεία για τη διαχείριση της μεταβιβαζόμενης περιουσίας. Η τήρηση των προθεσμιών και των διατυπώσεων είναι ουσιώδης, καθώς η άγνοια ή αδράνεια μπορεί να έχει σημαντικές έννομες συνέπειες.

Σε κάθε περίπτωση, η κληρονομική διαδοχή – ιδίως όταν προκύπτει εξ αδιαθέτου – απαιτεί προσοχή, ενημέρωση και, συχνά, εξειδικευμένη νομική καθοδήγηση, ώστε να διασφαλίζονται τόσο τα δικαιώματα των κληρονόμων όσο και η τήρηση της νομιμότητας. Ο θεσμός αυτός δεν λειτουργεί μόνο ως μέσο μεταβίβασης περιουσίας, αλλά και ως έκφραση της κοινωνικής και οικογενειακής συνοχής.

Συχνές ερωτήσεις (FAQ) σχετικά με την εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή

Τι είναι η εξ αδιαθέτου διαδοχή;

Είναι η κληρονομική διαδοχή που εφαρμόζεται όταν ο θανών δεν έχει αφήσει διαθήκη ή όταν αυτή δεν είναι έγκυρη ή δεν καλύπτει όλη την περιουσία. Στην περίπτωση αυτή, οι κληρονόμοι καθορίζονται από τον νόμο.

Ποιοι συγγενείς καλούνται πρώτοι στην εξ αδιαθέτου διαδοχή;

Πρώτοι καλούνται οι κατιόντες (τέκνα, εγγόνια) του θανόντος και ο επιζών σύζυγος. Αν δεν υπάρχουν, ακολουθούν οι γονείς, τα αδέλφια, ανίψια, ξαδέρφια, οι παππούδες, οι προπαππούδες, και τέλος ο επιζών σύζυγος και το Δημόσιο.

Τι ποσοστό της κληρονομιάς παίρνει ο επιζών σύζυγος στην εξ αδιαθέτου διαδοχή;

Ο επιζών σύζυγος λαμβάνει το ¼ αν συντρέχει με παιδιά του θανόντος και το ½ όταν συντρέχει με συγγενείς μεταγενέστερων τάξεων (π.χ. αδελφούς, γονείς). Αν δεν υπάρχει κανένας άλλος συγγενής παίρνει όλη την κληρονομιά.

Τι σημαίνει “αποδοχή με το ευεργέτημα της απογραφής”;

Είναι ειδική μορφή αποδοχής που προστατεύει τον κληρονόμο από χρέη του θανόντος, περιορίζοντας την ευθύνη του μόνο στην αξία της κληρονομιάς.

Μπορώ να μεταβιβάσω ακίνητο χωρίς αποδοχή κληρονομιάς;

Όχι. Η μεταβίβαση απαιτεί πρώτα αποδοχή (π.χ. με συμβολαιογραφική πράξη) και εγγραφή της διαδοχής στο Κτηματολόγιο.