Skip to content Skip to sidebar Skip to footer

Πώς ποινικοποιείται μία φοιτητική κατάληψη – Το άρθρο 168 ΠΚ

Στις 05-02-2024 έγινε μία πρωτοφανής για τα ελληνικά δεδομένα επιχείρηση της Ελληνικής Αστυνομίας η οποία παραβιάζοντας κάθε έννοια αναλογικότητας και χρησιμοποιώντας υπέρμετρη βία, προχώρησε σε εισβολή στην Νομική του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης για να εκκενωθεί η κατάληψη που είχε αποφασίσει ο Σύλλογος Φοιτητών. Ενέργεια που μεταξύ άλλων προκάλεσε την καταδίκη της ίδιας της σχολής αλλά και θεσμικών φορέων όπως ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών. Το αποτέλεσμα ήταν 18 προσαγωγές, εκ των οποίων οι 16 μετατράπηκαν σε συλλήψεις για το αδίκημα της διατάραξης λειτουργίας υπηρεσίας (168 ΠΚ). Πρόκειται δε για ένα αδίκημα που τυποποιήθηκε αυτοτελώς για πρώτη φορά με τον νέο Ποινικό Κώδικα (ΠΚ) που ψήφισε η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας το 2019.

Το προϊσχύσαν νομοθετικό πλαίσιο

Πριν το 2019 η διατάραξη υπηρεσίας δεν ήταν ξεχωριστό αδίκημα αλλά παραλλαγή του αδικήματος της διατάραξης οικιακής ειρήνης (334 ΠΚ).

Το άρθρο 334 παρ. 3 ΠΚ όριζε τα εξής:

Όποιος εισέρχεται παράνομα σε κατάστημα ή χώρο δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή επιχείρησης κοινής ωφέλειας ή σε χώρο που χρησιμοποιείται από υπάλληλο πλειστηριασμού κατά τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης ή παραμένει στους χώρους αυτούς παρά τη θέληση της υπηρεσίας ή του υπαλλήλου του πλειστηριασμού που τους χρησιμοποιεί, θέληση την οποία του δηλώνει ο νόμιμος εκπρόσωπος της υπηρεσίας ή ο υπάλληλός της ή ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, και προκαλεί έτσι διακοπή ή διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής της υπηρεσίας ή του πλειστηριασμού τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών. Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών τιμωρείται όποιος παράνομα εισέρχεται ή παραμένει στους προαναφερόμενους χώρους ή καταστήματα κατά το χρόνο μη διεξαγωγής της υπηρεσίας ή του πλειστηριασμού με σκοπό την παρακώλυση αυτών.

Τα νομικά χαρακτηριστικά της παλιάς διάταξης

Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, στοιχεία του συγκεκριμένου εγκλήματος είναι: α)Η ιδιότητα του χώρου ως καταστήματος Δημόσιας, κ.λπ. Υπηρεσίας. Τέτοιοι χώροι νοούνται αυτοί, όπου ασκούνται δραστηριότητες των Υπηρεσιών αυτών. β) Παράνομη είσοδος ή παραμονή στους χώρους αυτούς παρά τη θέληση της Υπηρεσίας που τους χρησιμοποιεί, την οποία (θέληση) δηλώνει ο νόμιμος εκπρόσωπος της Υπηρεσίας, η οποία (είσοδος ή παραμονή) να έχει ως συνέπεια τη διακοπή ή διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής της Υπηρεσίας. Και γ) δόλος του δράστη, που συνίσταται στη γνώση της παράνομης εισόδου ή παραμονής και στη θέληση να προκαλέσει τη διακοπή ή διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής της Υπηρεσίας (ΑΠ 83/2019 ΣΤ’ Ποινικές). Να σημειωθεί επίσης πως η διατύπωση για πλειστηριασμούς δεν βρισκόταν στην αρχική διάταξη αλλά πέρασε με τροποποίηση της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ το 2017 ως ένα μέσο αντιμετώπισης του κινήματος ενάντια στους πλειστηριασμούς που είχε φουντώσει εκείνη την περίοδο.

Η τροποποίηση της διάταξης το διάστημα 2019-2021 και η αυτοτελής θέσπιση αδικήματος

Με τον νέο ποινικό κώδικα, τυποποιείται αυτοτελώς ως αδίκημα η διατάραξη λειτουργίας υπηρεσίας στο άρθρο 168 του Ποινικού Κώδικα. Εν συνεχεία μάλιστα αυστηροποιήθηκε περεταίρω το 2021 και πλέον έχει διαμορφωθεί ως εξής:

  1. Όποιος εισέρχεται παράνομα σε χώρο δημόσιας υπηρεσίας ή υπηρεσίας οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή επιχείρησης κοινής ωφέλειας ή παραμένει στους χώρους αυτούς παρά τη ρητή εναντίωση της υπηρεσίας που τους χρησιμοποιεί, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία (3) έτη ή χρηματική ποινή.
  2. Όποιος, με οποιονδήποτε τρόπο, προκαλεί διακοπή ή σοβαρή διατάραξη της ομαλής λειτουργίας δημόσιας υπηρεσίας ή υπηρεσίας οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή επιχείρησης κοινής ωφέλειας τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος, χωρίς να διαταράξει την κοινή ειρήνη, εμποδίζει αυθαίρετα ή διαταράσσει σοβαρά τη λειτουργία συλλογικού ή μονοπρόσωπου οργάνου των φορέων του προηγούμενου εδαφίου.

Ακόμα και με μία γρήγορα ματιά παρατηρεί κανείς την αυστηροποίηση του νομικού πλαισίου. Πλέον όπως διαβάζουμε στην παρ. 2, εδ. α’ του 168 ΠΚ, βασικό στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος αποτελεί μόνο η διακοπή ή σοβαρή διατάραξη της ομαλής λειτουργίας. Αυτό σημαίνει πως η πλήρωση της δεν προϋποθέτει την παράνομη είσοδο σε δημόσια υπηρεσία ή την παραμονή σε αυτή παρά την θέληση της υπηρεσίας το οποίο και αποτελούσε όρο για την διατάραξη της λειτουργίας της. Για παράδειγμα με το προηγούμενο νομικό καθεστώς κατά την άποψη του γράφοντος, κατάληψη μαθητών ή φοιτητών η οποία δεν συναντά την εναντίωση από την πλευρά της διοίκησης του σχολείου ή του ιδρύματος δεν αποτελεί καν αδίκημα καθώς λείπει η προϋπόθεση του “παρά την θέληση της υπηρεσίας“. Αυτό αναγράφεται και ρητά στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4619/2019, σύμφωνα με την οποία σε αντίθεση με ό,τι ισχύει στο άρθρο 334 παρ. 3, δεν θεωρείται αναγκαία προηγούμενη δήλωση του εκπροσώπου της υπηρεσίας, διότι αυτό που ενδιαφέρει εν προκειμένω είναι η πραγματική διατάραξη της λειτουργίας της υπηρεσίας και όχι η ετοιμότητα των εκπροσώπων της να αντιδράσουν.

Αν μάλιστα ψηφιστούν και οι επερχόμενες τροποποιήσεις στον Ποινικό Κώδικα ως έχουν κατατεθεί στη διαβούλευση, με δεδομένο ότι η ανωτέρω διάταξη προβλέπει ποινή φυλάκισης (δηλαδή 30 μέρες έως 5 χρόνια), θεωρητικά αν ένα δικαστήριο εξαντλήσει την αυστηρότητα του θα υπάρχει πιθανότητα φοιτήτριες και φοιτητές που κινητοποιούνται και προχωρούν σε κατάληψη ή εργαζόμενοι που διαμαρτύρονται να οδηγούνται σε πραγματική έκτιση μέρους της ποινής τους. Και θα είναι στο χέρι του δικαστή να αθωώσει τους κατηγορούμενους ή να επιβάλει χαμηλές ποινές προκειμένου αυτό να αποφευχθεί.

Υπάρχει κάποια νομική βάση για την αντιμετώπιση κατηγοριών όσων συμμετέχουν σε κινητοποιήσεις; Είναι τελικά παράνομη μία φοιτητική κατάληψη;

Πλέον με το υπάρχον νομικό πλαίσιο είναι πάρα πολύ στενά τα περιθώρια αν θέλουμε να είμαστε τελείως ειλικρινείς. Γιατί ανεξάρτητα από την αξιολογική κρίση του καθενός για τον ηθικό χαρακτήρα μίας κινητοποίησης (ειδικά αν πρόκειται για κατάληψη) η διατάραξη της λειτουργίας μίας υπηρεσίας αποτελεί αντικειμενικά το μέσο άσκησης πίεσης για την επίτευξη των σκοπών κινητοποιούνται. Επομένως τα όποια περιθώρια υπάρχουν για την κατάπτωση στα Δικαστήρια των κατηγορητηρίων που βασίζονται στις παραπάνω κατηγορίες επαφίονται στην αποδοχή από πλευράς δικαστών της ύπαρξης κάποιου γενικού λόγου άρσης του αδίκου και του καταλογισμού από αυτούς που προβλέπει το ποινικό μας δίκαιο στα πλαίσια στάθμισης εννόμων αγαθών. Εκτός αν μιλάμε για αβάσιμες κατηγορίες βέβαια (πχ συλλήψεις στον σωρό τυχαίων ατόμων) όπου εκεί είναι αποδεικτικό ζήτημα.

Μπορεί μία κατάληψη να μην κριθεί αξιόποινη στα πλαίσια στάθμισης εννόμων αγαθών;

Σύμφωνα με την νομική επιστημονική θεωρία, το έννομο αγαθό που προστατεύει η παραπάνω διάταξη είναι η ομαλή διεξαγωγή της υπηρεσίας. Κατά την γερμανική επιστήμη δε αυτό ερμηνεύεται ως το δημοσίου δικαίου δικαίωμα της δυνατότητας ανενόχλητης χρήσης του χώρου από την δημόσια υπηρεσία.

Αρχικά έχει ένα ενδιαφέρον να δει κανείς πως σε παλαιότερες μορφές της συγκεκριμένης διάταξης και συγκεκριμένα στο παρεμφερές αδίκημα της διατάραξης συνεδριάσεων δίπλα στην λέξη “διατάραξη”, υπήρχε η λέξη “αυθαίρετα”. Αυθαίρετα σημαίνει χωρίς δικαίωμα ή χωρίς λόγο που να δικαιολογεί την πράξη, στηριζόμενο σε κάποιον άλλο κανόνα δικαίου (Μανωλεδάκης). Αν και πλέον έχει απαλειφθεί η συγκεκριμένη φράση αυτό που έχει σημασία είναι ότι ιστορικά για το δίκαιο μας η προστασία του εν λόγω εννόμου αγαθού δεν ήταν απόλυτη αλλά προβλεπόταν και ειδική προϋπόθεση για να είναι η διατάραξη αξιόποινη. Περεταίρω ο γνωστός καθηγητής ποινικού δικαίου Ιωάννης Μανωλεδάκης δεχόταν ότι δεν αποκλείεται ένα νόμιμα συγκροτημένο συλλογικό όργανο να αυθαιρετεί παραβιάζοντας τους νόμους και το Σύνταγμα οπότε τυχόν παρεμπόδιση να κριθεί τελικά δικαιολογημένη.

Ειδικά τώρα, αν δούμε την έννοια της υπηρεσίας με ποιο ευρύ τρόπο, μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως η παρακώλυση της λειτουργίας μίας δημόσιας υπηρεσίας ή ενός νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου αποτελεί συνολικά παρεμπόδιση της εύρθυμης λειτουργίας του κράτους. Υπάρχει επομένως κάποιο έννομο αγαθό, η προστασία του οποίου να αποτελεί λόγο άρσης του αδίκου της διατάραξης;

H περίπτωση των φοιτητικών καταλήψεων ενάντια στα ιδιωτικά πανεπιστήμια

Μερικοί από τους λόγους που προβλέπει ο Ποινικός Κώδικας για την άρση του αδίκου είναι η εκπλήρωση καθήκοντος που προβλέπεται από τον νόμο (20 ΠΚ) και κατάσταση ανάγκης (25 ΠΚ). Αν πιάσουμε λοιπόν την περίπτωση των πρόσφατων φοιτητικών καταλήψεων βασικά αιτήματα των φοιτητριών και των φοιτητών που κινητοποιούνται είναι η “υπεράσπιση της δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης” καθώς και η εναντίωση σε νόμο που επιτρέπει την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων. Παρά το γεγονός ότι η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων απαγορεύεται ρητά από το άρθρο 16 του Συντάγματος, η ίδια η κυβέρνηση έχει ανακοινώσει την ψήφιση νομοσχεδίου που θα το επιτρέπει χωρίς προηγούμενη συνταγματική αναθεώρηση, κάτι που αποτελεί κατάφωρη παραβίαση του Συντάγματος. Το ίδιο το Σύνταγμα απαιτεί από τους πολίτες την τήρηση και την προστασία του στην ακροτελεύτια διάταξη του. Το δίκαιο του ανωτέρω σκοπού μάλιστα έχει αναγνωρισθεί και από θεσμικά όργανα του ίδιου του ευρύτερου δημοσίου όπως ο Δήμαρχος Αθηναίων ο οποίος στήριξε ανοιχτά τις φοιτητικές καταλήψεις.

Επομένως αν κάποιος θέλει να κάνει μία αντικειμενική και ουσιαστική στάθμιση των εννόμων αγαθών που συγκρούονται στην προκειμένη περίπτωση θα πρέπει να κρίνει από την μία την ομαλή λειτουργία του κράτους από την μία και το δικαίωμα των φοιτητών να υπερασπιστούν το συνταγματικής περιωπής δικαίωμα στην δημόσια και δωρεάν παιδεία το οποίο το ίδιο το κράτος ετοιμάζεται να καταργήσει. Είναι σαφές λοιπόν πως το κατ’ αρχήν άδικο της διατάραξης της λειτουργίας της υπηρεσίας ως αποτέλεσμα της κατάληψης που αποφάσισε ο φοιτητικός σύλλογος θα πρέπει τελικώς να αρθεί λόγω της ανωτερότητας του εννόμου αγαθού που επιδιώκει να προστατεύσει η παραπάνω διατάραξη – δηλαδή η κατάληψη.

Σε κάθε περίπτωση ωστόσο όλα τα παραπάνω δεν δίνουν κανένα εχέγγυο σίγουρης προστασίας και αποτελούν εργαλείο ερμηνείας το οποίο μπορεί ένας δικαστής να χρησιμοποιήσει αν θεωρεί πράγματι ότι οι λόγοι και οι σκοποί που οδήγησαν σε μία κινητοποίηση ή μία κατάληψη ήταν πράγματι δικαιολογημένοι και υπέρτεροι από το ότι διαταράχθηκε η ομαλή λειτουργία μίας υπηρεσίας. Το νομικό πλαίσιο όμως από την φύση του είναι αρκετά αυστηρό και με τάση όσο περνούν τα χρόνια να θωρακίζεται περισσότερο. Στην τελική η στάθμιση πλέον περνάει στο ηθικό επίπεδο αυτών που κινητοποιούνται. Αν δηλαδή αποδέχονται το γεγονός ότι οι λόγοι που κινητοποιούνται και τα μέσα που χρησιμοποιούν μπορεί να τους φέρει αντιμέτωπους με το κράτος.

* του Γιάννη Μυκωνιάτη, Δικηγόρου Αθηνών

Image by Prin