Μετά τη λύση του γάμου, η διατροφή στο διαζύγιο αναδεικνύεται ως ένα από τα κεντρικά ζητήματα ρύθμισης, ειδικά όταν υπάρχουν ανήλικα τέκνα. Πρόκειται για μια νομική υποχρέωση που αποσκοπεί στην εξασφάλιση της οικονομικής ευημερίας και της κάλυψης των αναγκών των παιδιών. Αν ο γάμος λυθεί συναινετικά, τότε το ύψος της καθορίζεται με συμφωνία μεταξύ των συζύγων. Τι γίνεται όμως αν δεν υπάρχει τέτοια συμφωνία;
Ποιο είναι το το νομικό πλαίσιο που διέπει τον θεσμό της διατροφής;
Η υποχρέωση διατροφής μετά τη λύση του γάμου όταν υπάρχουν ανήλικα τέκνα, διέπεται από το πλέγμα διατάξεων του Αστικού Κώδικα, όπως αυτές ρυθμίζονται στα άρθρα 1485 επ. Σύμφωνα με το άρθρο 1485 ΑΚ, οι ανιόντες και οι κατιόντες έχουν αμοιβαία υποχρέωση διατροφής. Η βασική αρχή που διέπει το ελληνικό δίκαιο είναι ότι η διατροφή καταβάλλεται σε εκείνον που, λόγω οικονομικής αδυναμίας ή ανηλικότητας, δεν μπορεί να εξασφαλίσει μόνος του την επιβίωση ή τις βιοτικές του ανάγκες.
Ειδικότερα, το άρθρο 1486 ΑΚ ορίζει ότι διατροφή δικαιούται όποιος αδυνατεί να καλύψει τις ανάγκες του από την περιουσία ή από κατάλληλη εργασία, λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία, την υγεία και τις εν γένει βιοτικές συνθήκες του. Σημαντικό στοιχείο είναι ότι το ανήλικο τέκνο διατηρεί δικαίωμα διατροφής από τους γονείς του ακόμη κι αν διαθέτει περιουσία, εφόσον τα εισοδήματα από αυτήν δεν επαρκούν.
Ποιος γονέας έχει την υποχρέωση διατροφής μετά το διαζύγιο;
Σύμφωνα με τον νόμο, η υποχρέωση διατροφής αφορά και τους δύο γονείς, οι οποίοι οφείλουν να συνεισφέρουν ανάλογα με τις οικονομικές τους δυνατότητες. Ο γονέας που δεν έχει την επιμέλεια, συνήθως καταβάλλει διατροφή σε χρήμα, ενώ ο γονέας που ασκεί την επιμέλεια συνεισφέρει μέσω παροχών σε είδος, όπως είναι η καθημερινή φροντίδα και η κάλυψη των αναγκών του παιδιού.
Πως προσδιορίζεται η διατροφή σε περίπτωση διαζυγίου;
Ο νόμος ορίζει ότι το μέτρο διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, εν προκειμένου του τέκνου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του. Όσον αφορά τον προσδιορισμό των συνθηκών ζωής, η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων (βλ. σχετική απόφαση του Αρείου Πάγου, εδώ), λαμβάνει υπόψιν της τους εξής παράγοντες:
- Την ηλικία του παιδιού.
- Τον τόπο κατοικίας.
- Τις εκπαιδευτικές ανάγκες.
- Την κατάσταση της υγείας του.
Παράλληλα, εξετάζονται τα εισοδήματα και η περιουσιακή κατάσταση των γονέων. Σημαντικό κριτήριο είναι το συμφέρον του τέκνου, ενώ δεν γίνονται δεκτές παράλογες ή υπερβολικές απαιτήσεις. Όπως έχει κριθεί νομολογιακά, δεν εφαρμόζεται συγκεκριμένος μαθηματικός τύπος, αλλά μια εξατομικευμένη προσέγγιση.
Πώς διεκδικείται η διατροφή σε περίπτωση διαζυγίου;
Όταν οι γονείς δεν μπορούν να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με τη διατροφή, ο γονέας που έχει την επιμέλεια του παιδιού μπορεί να προσφύγει δικαστικά. Η διαδικασία περιλαμβάνει τα εξής στάδια:
- Ασφαλιστικά μέτρα: Ο γονέας μπορεί να ζητήσει προσωρινή ρύθμιση με ασφαλιστικά μέτρα, απαιτώντας από το δικαστήριο να επιδικάσει προσωρινή διατροφή μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης.
- Προσωρινή διαταγή: Παράλληλα με τα ασφαλιστικά μέτρα, μπορεί να ζητηθεί προσωρινή διαταγή ώστε να εξασφαλιστεί άμεση οικονομική υποστήριξη. Με την προσωρινή διαταγή επιδικάζεται διατροφή μέχρι να εκδοθεί η απόφαση επί των ασφαλιστικών μέτρων.
- Αγωγή διατροφής: Αν γίνει δεκτή η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, ο δικαιούχος γονέας πρέπει εντός 60 ημερών να ασκήσει αγωγή διατροφής. Το αίτημα αυτό μπορεί να σωρρευτεί εξ αρχής και σε αγωγή διαζυγίου.
Υπάρχει δυνατότητα αναπροσαρμογής της διατροφής μελλοντικά;
Σύμφωνα με το άρθρο 1494 ΑΚ, εφόσον μεταβληθούν ουσιωδώς οι όροι κάτω από τους οποίους καθορίστηκε το ποσό της διατροφής (π.χ. μεταβολή στα εισοδήματα του υπόχρεου ή στις ανάγκες του δικαιούχου), το δικαστήριο μπορεί να τροποποιήσει ή ακόμη και να διατάξει την παύση της. Αυτό σημαίνει ότι αν ο γονέας που οφείλει διατροφή αντιμετωπίσει σοβαρή οικονομική δυσχέρεια ή, αντιστρόφως, εάν οι ανάγκες του τέκνου αυξηθούν (π.χ. λόγω εκπαιδευτικών απαιτήσεων), μπορεί να ζητηθεί αναπροσαρμογή του ύψους της.
Επίσης, εφόσον το ανήλικο τέκνο βελτιώσει την οικονομική του κατάσταση (π.χ. κληρονομώντας περιουσία ή αποκτώντας εισοδήματα από εργασία), παρέχεται η δυνατότητα στον υπόχρεο γονέα να αιτηθεί μείωση του ποσού της διατροφής. Στο ίδιο πλαίσιο, το άρθρο 1495 ΑΚ περιορίζει τη διατροφή σε «στοιχειώδη» όταν οι δικαιούχοι έχουν διαπράξει παράπτωμα ικανό να δικαιολογήσει αποκλήρωση, ενώ το άρθρο 1496 ΑΚ ορίζει ότι η διατροφή προκαταβάλλεται, συνήθως σε μηνιαία βάση. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις περί αναπροσαρμογής συντελούν ώστε να εξασφαλίζεται η εύλογη και δίκαιη προστασία τόσο του ανήλικου τέκνου όσο και του γονέα που καταβάλλει τη διατροφή, λαμβάνοντας υπόψη τις εκάστοτε πραγματικές και οικονομικές συνθήκες.
Ποιες είναι οι συνέπειες μη καταβολής διατροφής;
Η μη καταβολή διατροφής μπορεί να επιφέρει σοβαρές συνέπειες για τον υπόχρεο γονέα. Σε αστικό επίπεδο, ο δικαιούχος έχει το δικαίωμα να προχωρήσει σε αναγκαστική εκτέλεση (κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων, τραπεζικών λογαριασμών κ.λπ.), προκειμένου να εισπραχθούν τα ποσά που οφείλονται. Παράλληλα, η παράλειψη ή η άρνηση καταβολής διατροφής συνιστά ποινικό αδίκημα (παραβίαση της υποχρέωσης διατροφής), και σε περίπτωση που το δικαστήριο κρίνει τον υπόχρεο ένοχο, μπορεί να του επιβληθούν ποινικές κυρώσεις.
Η υποχρέωση διατροφής αποτελεί μια συνεχώς εξελισσόμενη έννοια που προσαρμόζεται στις ανάγκες του τέκνου και τις οικονομικές δυνατότητες των γονέων. Καθοριστικής σημασίας είναι η αξιολόγηση κάθε περίπτωσης με βάση τις ιδιαίτερες συνθήκες της οικογενειακής κατάστασης, ώστε να διασφαλιστεί μια δίκαιη και ισορροπημένη ρύθμιση. Η έγκαιρη και κατάλληλη νομική καθοδήγηση είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση του δικαιώματος διατροφής και την αποφυγή παραλείψεων που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την οικονομική ευημερία του τέκνου.
Image by pressfoto on Freepik