Η δικαστική συμπαράσταση αποτελεί ένα σημαντικό νομικό εργαλείο, σχεδιασμένο να προσφέρει προστασία και υποστήριξη σε άτομα που δεν είναι σε θέση να διαχειριστούν αποτελεσματικά τις προσωπικές, οικονομικές ή άλλες σημαντικές υποθέσεις της ζωής τους. Πρόκειται για ένα θεσμό που εξασφαλίζει την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών των προσώπων με σεβασμό στην αξιοπρέπεια και στην αυτονομία τους. Είτε λόγω ψυχικών ή νοητικών διαταραχών, σωματικών παθήσεων ή άλλων συνθηκών, η δικαστική συμπαράσταση μπορεί να αποτελέσει ένα καθοριστικό μέσο προστασίας.
Στο παρόν άρθρο θα αναλύσουμε το νομικό πλαίσιο, τις προϋποθέσεις, καθώς και τη διαδικασία υπαγωγής ενός προσώπου στον θεσμό αυτό.
Πίνακας Περιεχομένων
Τι είναι η δικαστική συμπαράσταση και ποιό το νομικό πλαίσιο που την διέπει;
Η δικαστική συμπαράσταση είναι ένας νομικός θεσμός του ελληνικού δικαίου, που αποσκοπεί στην προστασία και υποστήριξη προσώπων τα οποία, λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής, σοβαρής ασθένειας ή άλλης παρόμοιας κατάστασης, δεν είναι σε θέση να διαχειριστούν αποτελεσματικά τα προσωπικά, οικονομικά και περιουσιακά τους συμφέροντα.
Μέσω δικαστικής απόφασης ορίζεται ένα πρόσωπο (συμπαραστάτης) που, ανάλογα με την έκταση της ανικανότητας του προστατευόμενου, αναλαμβάνει μέρος ή το σύνολο της ευθύνης για τη λήψη αποφάσεων και την τέλεση δικαιοπραξιών προς το συμφέρον του τελευταίου. Ο θεσμός αυτός επιδιώκει την εξισορρόπηση ανάμεσα στο δικαίωμα αυτοδιάθεσης του ατόμου και στην ανάγκη παροχής υποστήριξης, ώστε να διασφαλιστεί η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και η ομαλή διαχείριση των υποθέσεών του. Ο θεσμός της δικαστικής συμπαράστασης ρυθμίζεται στα άρθρα 1666επ του Αστικού Κώδικα.
Σε ποιές περιπτώσεις έχει ιδιαίτερη αξία ο θεσμός;
Η επιβολή δικαστικής συμπαράστασης καθίσταται αναγκαία όταν το εν λόγω πρόσωπο δυσχεραίεται να ανταποκριθεί σε οικονομικές ή οικογενειακές υποχρεώσεις, όπως η προστασία και διαχείριση περιουσιακών στοιχείων, η τακτοποίηση εκκρεμοτήτων που απορρέουν από λύση γάμου (λ.χ. διανομή κοινής περιουσίας, καταβολή ή λήψη διατροφής, ρύθμιση επιμέλειας τέκνων), η αποτροπή υπέρογκων δαπανών ή η αποφυγή δημιουργίας χρεών και απώλειας περιουσίας.
Επιπροσθέτως, ο θεσμός διασφαλίζει την αναγκαία νομική κάλυψη σε περιπτώσεις έκθεσης σε κινδύνους δικαστικής ή συναλλακτικής φύσης, επιτρέποντας στο πρόσωπο που τελεί υπό συμπαράσταση να επιλύει αποτελεσματικά τις διαφορές που ανακύπτουν από τη διαχείριση των καθημερινών του υποθέσεων.
Δικαστική συμπαράσταση και επιτροπεία ανηλίκου
Πρόκειται για έναν θεσμό ο οποίος εμφανίζει πολλές ομοιότητες με τον θεσμό της επιτροπείας ανηλίκου. Η δικαστική συμπαράσταση αφορά ενήλικα άτομα που, λόγω ψυχικών, νοητικών ή άλλων σοβαρών προβλημάτων, αδυνατούν να διαχειριστούν τις υποθέσεις τους, ενώ η επιτροπεία ανηλίκου εφαρμόζεται για παιδιά που έχουν μείνει χωρίς γονική μέριμνα. Και στους δύο θεσμούς, ορίζεται ένα τρίτο πρόσωπο που αναλαμβάνει τη φροντίδα και τη λήψη αποφάσεων προς όφελος του προστατευόμενου. Ωστόσο, η δικαστική συμπαράσταση εστιάζει περισσότερο στη διατήρηση της αυτονομίας του ενηλίκου στο μέτρο του δυνατού, ενώ η επιτροπεία ανηλίκου παρέχει πλήρη προστασία και εξουσία στον επίτροπο, δεδομένης της ανωριμότητας του ανηλίκου.
Υπό ποιές συνθήκες τίθεται ένα πρόσωπο σε δικαστική συμπαράσταση;
Ας δούμε τις περιπτώσεις που ένα πρόσωπο μπορεί να τεθεί βάση νόμου σε δικαστική συμπαράσταση:
- Όταν λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή λόγω σωματικής αναπηρίας αδυνατεί εν όλω ή εν μέρει να φροντίζει μόνος για τις υποθέσεις του. Το κατά πόσο υφίσταταται ή όχι μία τέτοια κατάσταση είναι ζήτημα αποδεικτικό και μένει να κριθεί στο Δικαστήριο. Η συνήθης πρακτική ωστόσο είναι να απαιτείται η προσκόμιση εγγράφου που περιέχει διάγνωση της αναπηρίας ή διαταραχής από κάποια δημόσια δομή (πχ ΚΕΠΑ, κατά τόπους κέντρα υγείας κοκ).
- Όταν, λόγω ασωτίας, τοξικομανίας ή αλκοολισμού, εκθέτει στον κίνδυνο της στέρησης τον εαυτό του, το σύζυγό του, τους κατιόντες του ή τους ανιόντες του.
Ποια πρόσωπα δικαιούνται να το ζητήσουν;
Στo άρθρο 1667 του Αστικού Κώδικα ορίζονται περιοριστικά ποιά πρόσωπα δικαιούνται να ζητήσουν την θέση κάποιου σε δικαστική συμπαράσταση. Αυτά είναι:
- Το ίδιο το πρόσωπο που θέλει να τεθεί σε συμπαράσταση. Σε περιπτώσεις που η αναπηρία είναι αποκλειστικά σωματική, κανένας άλλος δεν το δικαιούται.
- Ο/η σύζυγος του συμπαραστατέου, εφόσον υπάρχει έγγαμη συμβίωση.
- Οι γονείς και τα παιδιά του συμπαραστατέου.
- Σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις (πχ αν υπάρχουν μόνο αδέρφια) τότε την αίτηση την κάνει ο Εισαγγελέας.
Ποια είναι η διαδικασία για να τεθεί κάποιος σε δικαστική συμπαράσταση;
Όπως προαναφέρθηκε, για να τεθεί κάποιο πρόσωπο σε δικαστική συμπαράσταση απαιτείται δικαστική απόφαση. Για να ξεκινήσει η διαδικασία, ο δικηγόρος του ενδιαφερόμενου καταθέτει σχετική αίτηση στο κατά τόπον αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο. Σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης, είναι δυνατό να ζητηθεί προσωρινή διαταγή, με την οποία ορίζεται προσωρινός συμπαραστάτης μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης.
Ποιό είναι το περιεχόμενο της αίτησης δικαστικής συμπαράστασης;
Η αίτηση θα πρέπει απαραίτητα να περιέχει:
- Πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ανάγκη για δικαστική συμπαράσταση και αναφορά σε έγγραφα που το αποδεινύουν (λ.χ. ιατρικές διαγνώσεις, εκθέσεις κ.ο.κ.). Η διάγνωση θα πρέπει να προέρχεται από δημόσιο φορέα (πχ ΚΕΠΑ).
- Τον προτεινόμενο δικαστικό συμπαραστάτη. Το πρόσωπο δηλαδή που θα αναλάβει την φροντίδα των υποθέσεων του συμπαραστατέου.
- Το προτεινόμενο εποπτικό συμβούλιο. Αποτελείται από τρία έως πέντε μέλη, τα οποία είναι φίλοι και συγγενείς του συμπαραστατέου, και αναλαμβάνει την εποπτεία του έργου της συμπαράστασης.
Εκδίκαση της υπόθεσης
Το δικαστήριο δικάζει κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Ο αιτών παρίσταται με δικηγόρο. Στην περίπτωση ωστόσο που την αίτηση έχει ασκήσει ο εισαγγελέας τότε ο ενδιαφερόμενος για να ακουστεί στο δικαστήριο πρέπει να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση. Το ακροατήριο γίνεται συνήθως κεκλεισμένων των θυρών ενώ γίνεται να εξεταστούν μάρτυρες.
Tι γίνεται μετά την αποδοχή της αίτησης;
Μετά την αποδοχή της αίτησης δικαστικής συμπαράστασης από το αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο, εκδίδεται δικαστική απόφαση με την οποία ορίζεται η φύση και η έκταση της συμπαράστασης (πλήρης ή μερική), ο δικαστικός συμπαραστάτης και τα πρόσωπα που αναλαμβάνουν καθήκοντα στο εποπτικό συμβούλιο.
Η απόφαση που εκδίδεται έχει προσωρινό χαρακτήρα μέχρι να γίνει τελεσίδικη. Η τελεσιδικία επέρχεται με την πάροδο άσκησης ενδίκων μέσων σε βάρος της απόφασης.
Σε περίπτωση που μεταγενέστερα διαπιστωθεί μεταβολή στα πραγματικά περιστατικά, είναι δυνατή η αναθεώρηση ή και η άρση του μέτρου, εφόσον κριθεί ότι δεν συντρέχουν πλέον οι λόγοι που οδήγησαν στην επιβολή της δικαστικής συμπαράστασης.
Συμπερασματικά
Η δικαστική συμπαράσταση είναι αναμφίβολα ένας ευαίσθητος θεσμός, καθώς αγγίζει τα όρια της ατομικής αυτονομίας. Στόχος του νομοθέτη είναι να προστατέψει το άτομο που αδυνατεί να μεριμνήσει επαρκώς για τον εαυτό του, διατηρώντας παράλληλα όσο το δυνατόν περισσότερο τον σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Η ορθή εφαρμογή του θεσμού προϋποθέτει προσοχή, υπευθυνότητα εκ μέρους των εμπλεκόμενων προσώπων (δικαστών, δικηγόρων, κοινωνικών λειτουργών), αλλά και διαρκή επαγρύπνηση για την αποτροπή καταχρήσεων.
Μέσα από την κατάλληλη ενημέρωση και την υπεύθυνη προσέγγιση, η δικαστική συμπαράσταση μπορεί να λειτουργήσει ουσιαστικά ως ένας «μηχανισμός υποστήριξης» για άτομα που το έχουν πραγματικά ανάγκη, συμβάλλοντας στην προστασία και την προαγωγή των δικαιωμάτων τους.
Το γραφείο μας, έχοντας χειριστεί με επιτυχία πλήθος υποθέσεων δικαστικής συμπαράστασης, παρέχει ολοκληρωμένη νομική στήριξη και εγγυάται την καλύτερη δυνατή κάλυψη των αναγκών σας σε κάθε στάδιο της διαδικασίας.
Συχνές ερωτήσεις (FAQ) για τον θεσμό της δικαστικής συμπαράστασης
Τι είναι η δικαστική συμπαράσταση;
Η δικαστική συμπαράσταση είναι ένας νομικός θεσμός που αποσκοπεί στην προστασία και υποστήριξη ατόμων τα οποία, λόγω ψυχικών ή νοητικών διαταραχών, σωματικών παθήσεων ή άλλων σοβαρών περιστάσεων, αδυνατούν να διαχειριστούν αποτελεσματικά τις προσωπικές, οικονομικές ή περιουσιακές τους υποθέσεις. Μέσω αυτού του θεσμού διορίζεται δικαστικός συμπαραστάτης, που αναλαμβάνει τη διαχείριση ή την υποστήριξη του ενδιαφερόμενου, εξασφαλίζοντας την προστασία των δικαιωμάτων και συμφερόντων του.
Ποια είναι η διαδικασία για την επιβολή δικαστικής συμπαράστασης;
Η διαδικασία ξεκινά με την κατάθεση αίτησης στο κατά τόπον αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο. Η αίτηση πρέπει να περιλαμβάνει αποδεικτικά στοιχεία, όπως ιατρικές γνωματεύσεις, που τεκμηριώνουν την ανάγκη δικαστικής συμπαράστασης, και να ορίζει τον προτεινόμενο δικαστικό συμπαραστάτη. Το δικαστήριο εξετάζει την υπόθεση σε διαδικασία εκουσίας δικαιοδοσίας, συχνά κεκλεισμένων των θυρών, και εκδίδει απόφαση που ορίζει τη φύση και την έκταση της συμπαράστασης, καθώς και τον δικαστικό συμπαραστάτη.
Ποιος μπορεί να ζητήσει την επιβολή δικαστικής συμπαράστασης;
Το αίτημα μπορεί να υποβληθεί από το ίδιο το άτομο που χρειάζεται υποστήριξη, εφόσον έχει την ικανότητα να το ζητήσει, τον/τη σύζυγό του (σε περίπτωση έγγαμης συμβίωσης), τους γονείς του, τα παιδιά του ή, σε άλλες περιπτώσεις, από τον Εισαγγελέα.
Τι γίνεται μετά την αποδοχή της αίτησης;
Μετά την αποδοχή της αίτησης, το δικαστήριο εκδίδει απόφαση που ορίζει τη φύση (πλήρης ή μερική) και την έκταση της δικαστικής συμπαράστασης, καθώς και τον δικαστικό συμπαραστάτη. Η απόφαση αυτή έχει προσωρινό χαρακτήρα μέχρι την τελεσιδικία της. Σε περίπτωση αλλαγής των συνθηκών, είναι δυνατή η αναθεώρηση ή άρση της δικαστικής συμπαράστασης, αν κριθεί ότι οι λόγοι που την επέβαλαν δεν υφίστανται πλέον.
Πώς διαφέρει η δικαστική συμπαράσταση από την επιτροπεία ανηλίκου;
Η δικαστική συμπαράσταση εφαρμόζεται σε ενήλικες που δεν μπορούν να διαχειριστούν τις υποθέσεις τους λόγω ειδικών συνθηκών, ενώ η επιτροπεία ανηλίκου αφορά παιδιά που δεν έχουν γονική μέριμνα. Στη δικαστική συμπαράσταση δίνεται έμφαση στη διατήρηση της αυτονομίας του ενηλίκου, ενώ στην επιτροπεία ανηλίκου ο επίτροπος αναλαμβάνει πλήρη εξουσία στη διαχείριση.
Πώς μπορεί να ανακληθεί η δικαστική συμπαράσταση;
Η δικαστική συμπαράσταση μπορεί να αναθεωρηθεί ή να αρθεί αν διαπιστωθεί ότι οι περιστάσεις που οδήγησαν στην επιβολή της έχουν μεταβληθεί. Η σχετική αίτηση μπορεί να υποβληθεί από το ίδιο το πρόσωπο ή από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον.